ευρυθμία

ευρυθμία
η ритмичность; гармоничность, стройность; размеренность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευρυθμία" в других словарях:

  • εὐρυθμία — εὐρυθμίᾱ , εὐρυθμία rhythmical order fem nom/voc/acc dual εὐρυθμίᾱ , εὐρυθμία rhythmical order fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμίᾳ — εὐρυθμίαι , εὐρυθμία rhythmical order fem nom/voc pl εὐρυθμίᾱͅ , εὐρυθμία rhythmical order fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρυθμία — η (ΑΜ εὐρυθμία) [εύρυθμος] 1. ύπαρξη κανονικού ρυθμού, συμμετρία, αναλογία τών μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο 2. κίνηση με ωραίο ρυθμό 3. σύμμετρη, αρμονική διάταξη στον λόγο αρχ. 1. ανταπόκριση ανάμεσα στον ρήτορα και στο ακροατήριό του 2 …   Dictionary of Greek

  • ευρυθμία — η ιδιότητα του εύρυθμου, η τάξη, η αρμονία, η κανονικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρυθμίας — εὐρυθμίᾱς , εὐρυθμία rhythmical order fem acc pl εὐρυθμίᾱς , εὐρυθμία rhythmical order fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμίαι — εὐρυθμία rhythmical order fem nom/voc pl εὐρυθμίᾱͅ , εὐρυθμία rhythmical order fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμίαν — εὐρυθμίᾱν , εὐρυθμία rhythmical order fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эвритимия — (Ευρυθμία) термин, которым древние греки обозначали взаимное соответствие, взаимную соразмерность отдельных частей художественного произведения и их уравновешенное, стройное, приятное для глаз соединение в одном целом, особенно тогда, когда речь… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • εὐρυθμίαις — εὐρυθμία rhythmical order fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμίη — εὐρυθμία rhythmical order fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμίην — εὐρυθμία rhythmical order fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»